Tuesday, February 7, 2017

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟ Ε΄


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟ
Ε΄
=====

4. Ποιός σέβεται τὴν κανονικότητα;

Μοῦ συνιστᾶτε «πατρικῶς», Παναγιώτατε, νὰ σεβασθῶ τήν «κανονικότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς κατ᾽ ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου, Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν νομιμότητα τῆς τοπικῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας», εἰς ἣν ἀνήκω κανονικῶς. Μά, ἂν ὑπάρχει κάτι, γιὰ τὸ ὁποῖο ἠμπορῶ νὰ καυχηθῶ ἐν Κυρίῳ, αὐτὸ εἶναι ὁ σεβασμός μου πρὸς τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, γιὰ τὴν ὁποία, ἄλλωστε, χαρακτηρίζομαι, ἀδίκως καὶ ἐμπαθῶς ἀπὸ πολλοὺς ὡς «ἀκραῖος», «συντηρητικός», «φανατικός», «φονταμενταλιστής», ἀκόμη καὶ «τρελλός» καί «ψυχοπαθής», τίτλοι βέβαια ψευδεῖς καὶ σκοπίμως διαδιδόμενοι εἰς βάρος μου, ὥστε νὰ παρεμποδισθεῖ ἡ ἐπίδραση τοῦ λόγου μου εἰς ὅσους δὲν μὲ γνωρίζουν, ἐκ τοῦ σύνεγγυς. Ὅλους αὐτοὺς βέβαια τοὺς εὐχαριστῶ, διότι μὲ εὐεργετοῦν, ἐπειδή, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, γίνονται αἰτία νὰ περιληφθῶ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἐπαινεῖ καὶ μακαρίζει ὁ Κύριος: «Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾽ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ»[9].

Προκαλεῖ πάντως ἐντύπωση γιὰ τὸ πόσο μεροληπτικὰ σκέπτεσθε καὶ ἐνεργεῖτε, χαριζόμενος σὲ πρόσωπα ποὺ ἐνεργοῦν ἀντικανονικὰ εἰς βάρος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐνῶ ἀδικεῖτε πρόσωπα ποὺ σέβονται καὶ τηροῦν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Δὲν γνωρίζετε, Παναγιώτατε, ὅτι ἡ προσωποληψία εἶναι μέγα ἁμάρτημα, ὅτι «πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει», ὅσο ὑψηλὰ καὶ ἂν εἶναι κανεὶς καὶ σὲ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ γιά «τοὺς δοκοῦντας εἶναί τι»[10], γι᾽ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι σπουδαῖοι καὶ τρανοί; Ἀλλὰ καὶ ὁ ἕτερος κορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος λέγει ὅτι στοιχεῖο τῆς ἁγιότητος, πολὺ περισσότερο τῆς «παναγιότητος», εἶναι ἡ ἀπροσωποληψία, καὶ αὐτὴν πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ ὅποιος ἐπικαλεῖται τὸν Πατέρα, «τὸν ἀπροσωπολήπτως κρίνοντα κατὰ τὸ ἑκάστου ἔργον»[11].

Δὲν διαβάσατε, λοιπόν, καὶ δὲν ἐμάθατε ὅτι καθ᾽ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο μέχρι τότε ἐσέβετο καὶ τηροῦσε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τοὺς ἐξευτέλισε ἔκτοτε καὶ τοὺς κατερράκωσε μὲ τὰ ἀντικανονικὰ καὶ ἀπαράδεκτα ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.ἄ, τώρα δὲ καὶ πρὸς τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ποὺ πραγματοποίησαν οἱ μασόνοι πατριάρχες Μελέτιος (Μεταξάκης) καὶ Ἀθηναγόρας, τώρα δὲ καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος πολὺ περισσότερο, οἰκοδομοῦντες σύντρεις τὸ μασονικὸ ὅραμα τῆς πανθρησκείας τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου πάπα; Δὲν ἐφρίξατε, καὶ δὲν ἐξηγέρθη ἡ συνείδησή σας, ὅταν γιὰ πολλοστὴ φορὰ γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν συμπροσευχῶν τοῦ πατριάρχη καὶ τοῦ πάπα εἴτε στὸ Φανάρι εἴτε στὴ Ρώμη; Ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα Βενεδίκτου στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 2006, ὅταν ὄχι μόνον τὸν ἐθυμίαζαν προσερχόμενον οἱ «Ὀρθόδοξοι» διάκονοι, ἐνῶ οἱ ψάλτες ἔψαλλαν τό «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀλλὰ ἐπὶ πλέον στὶς δεήσεις τῶν Εἰρηνικῶν ὁ διάκονος ἐξεφώνησε δέηση καί «Ὑπὲρ τοῦ παναγιωτάτου Πάπα Βενεδίκτου», οἱ ψάλτες τοῦ ἔψαλαν εἰδικὰ συντεθειμένο ἀπολυτίκιο, ὁ πατριάρχης στό «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» ἐξῆλθε τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καὶ ἠσπάσθη τὸν κατελθόντα ἐκ τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου καὶ φέροντα ἀρχιερατικὸ ὠμοφόριο πάπα, ὁ ὁποῖος ἀπήγγειλε καὶ τό «Πάτερ ἡμῶν», ὡσὰν νὰ ἦτο ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος; Ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀντέδρασε τότε ἄμεσα καὶ δυναμικά. Ἐξέδωσε Ἀνακοίνωση (30-12-2006), στὴν ὁποία, μεταξὺ ἄλλων, ἐσημείωνε: «Κατ᾽ ἀρχὴν ἡ ὑποδοχὴ τοῦ πάπα ἔγινε ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο περὶ κανονικοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Κατὰ τὴν τελετὴ ὁ Πάπας φοροῦσε ὠμόφορο, προσφωνήθηκε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη μὲ τό “εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου”, ὡσὰν νὰ πρόκειται περὶ Χριστοῦ Κυρίου, εὐλόγησε τὸ ἐκκλησίασμα καὶ πολυχρονίσθηκε ὡς ἁγιώτατος καὶ μακαριώτατος ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἐπίσης ἡ χοροστασία τοῦ Πάπα στὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία μὲ ὠμόφορο, ἡ ἀπαγγελία τοῦ “Πάτερ ἡμῶν”, ὁ λειτουργικὸς ἀσπασμὸς μὲ τὸν Πατριάρχη, εἶναι ἐκδηλώσεις ποὺ ξεπερνοῦν τὶς ἁπλὲς συμπροσευχές»[12], ποὺ βέβαια καὶ αὐτὲς ἀπαγορεύονται.

Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ βλάσφημη καὶ θρασύτατη παράβαση καὶ παραβίαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ποὺ ἀπαγορεύουν μὲ αὐστηρὰ ἐπιτίμια, μὲ καθαίρεση καὶ ἀφορισμό, ὅσους τοὺς παραβαίνουν. Θὰ σᾶς παραθέσω ἕνα μόνον ἐξ αὐτῶν, τὸν 45ο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς, ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Τοὺς ὑπολοίπους Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ὅλο τὸ ἀντικανονικό, ἀντορθόδοξο πανηγύρι τῶν συγχρόνων συμπροσευχῶν μπορεῖτε νὰ δῆτε στὴν ἐξαιρετικὴ μεταπτυχιακὴ ἐργασία τοῦ συντοπίτου σας, ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, νεαροῦ φερέλπιδος ἱερέως π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν, μὲ τίτλο «Ἡ Συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας»[13].

Ἰδιαίτερα μάλιστα ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος συμπροσεύχεται ἀσύστολα, ὄχι μόνο μὲ Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀλλοθρήσκους στὶς πάμπολλες καὶ ἀναρίθμητες διαθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις καὶ συναντήσεις, ἐκτὸς τοῦ ὅτι χαρακτήρισε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ὡς «τείχη τοῦ αἴσχους»[14], ἀπὸ νεαρᾶς ἡλικίας, ὡς ἀρχιμανδρίτης ἀκόμη, εἶχε ἀναλάβει τὸ γκρέμισμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων μὲ τὴν διδακτορική του διατριβή «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἡ ὁποία μᾶλλον γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν ἔγινε δεκτὴ στὴν Ὀρθόδοξη τότε Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ ὑπεβλήθη σὲ παπικὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ρώμης, ἀπ᾽ ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν τίτλο τοῦ διδάκτορος. Στὴν προδρομικὴ λοιπὸν αὐτὴ μελέτη τοῦ μετέπειτα ἔργου του γράφει: «Δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερα καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ᾽ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ᾽ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρδεύση” πολλὰς κανονικὰς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ δὲν πρέπει νὰ ζῆ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου».[15] Δὲν ὑπολόγισε τὸν Β´ κανόνα τῆς ἐν Τρούλλω ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (680), ὁ ὁποῖος διαγορεύει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν τήρηση ὅλων τῶν Κανόνων ἀνεξαιρέτως: «Μηδενὶ ἐξεῖναι τοὺς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας ἢ ἀθετεῖν ἢ ἑτέρους παρὰ τοὺς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας... Εἰ δὲ τις ἁλῷ κανόνα τινα τῶν εἰρημένων καινοτομῶν ἢ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατὰ τὸν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτὸς διαγορεύει, τὴν ἐπιτιμίαν δεχόμενος». Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης ἑρμηνεύων τὰ περὶ ποινῶν καὶ ἐπιτιμίων πρὸς ὅσους παραβαίνουν τοὺς Κανόνες, σύμφωνα μὲ τὰ ἐπιτασσόμενα ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ κανόνα, λέγει ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ τιμωροῦνται μὲ ἀνάθεμα, ἀφορισμὸ ἢ καθαίρεση: «Εἰ δέ τινας ἤθελε φανῆ ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ παραφθείρῃ, ἢ νὰ ἀναιρῇ κανένα Κανόνα ἀπὸ αὐτούς, οὗτος νὰ λαμβάνῃ τὸ ἐπιτίμιον ὁποῦ περιέχει ὁ Κανὼν ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον παραφθείρει ἢ ἀναιρεῖ. Ἤτοι ἂν ὁ Κανὼν περιέχῃ καὶ ὁρίζῃ ἀφορισμὸν ἢ καθαίρεσιν ἢ ἀνάθεμα, ταῦτα νὰ λαμβάνῃ καὶ ὁ τοῦτον διαφθείρων καὶ ἀναιρῶν, ἵνα θεραπεύση τὸ σφάλμα του ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἴδιον Κανόνα, εἰς τὸν ὁποῖον ἔσφαλε»[16]. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πιὸ ἐμφαντικὰ ὁρίζει στὸν Α´ κανόνα: «Ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[17].

Πόσο ἑωσφορικὸ ἐγωϊσμό, σὰν τοῦ πάπα, πρέπει νὰ ἔχει κανείς, ὥστε νὰ βάζει τὸν ἑαυτό του πάνω καὶ ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ νὰ ζητεῖ τὴν κατάργηση Ἱερῶν Κανόνων, στὴ συνέχεια δὲ νὰ τοὺς καταπατεῖ ὁ ἴδιος συμπροσευχόμενος μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους; Ποιά Ὀρθόδοξη Σύνοδος καὶ πότε θὰ συνέλθει ἐπὶ τέλους, γιὰ νὰ ἐφαρμόσει καὶ ἀνανεώσει ὅσα οἱ προηγούμενες Ἅγιες Σύνοδοι ἔχουν ἀποφασίσει; Ὄχι πάντως ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία συνεχίζει καὶ ἐφαρμόζει τὸ γκρέμισμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων ποὺ σχεδίασαν ὁ Μελέτιος, ὁ Ἀθηναγόρας καὶ ὁ Βαρθολομαῖος.

Ἐμεῖς ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἔχομε ἐλέγξει αὐτὴν τὴν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἐλεγκτικῶν ἄρθρων μας μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτοι οἱ δεκαοκτὼ (18) τόμοι τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία» καὶ ἄλλα ὀρθόδοξα ἔντυπα, μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ δύο μόνον ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα τῶν συμπροσευχῶν. Τὸ ἕνα μὲ τίτλο «Γιὰ τὴ συμπροσευχὴ Πατριάρχου καὶ Πάπα, ποιὰ σύνοδος θὰ ἐπιβάλει τὴν κανονικότητα»[18]; Καὶ τὸ ἄλλο «Ἡ συνάντηση Βαρθολομαίου καὶ Βενεδίκτου μακρὰν τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων»[19]. Ἐμᾶς, λοιπόν, ποὺ ζητοῦμε τὴν τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἀγωνιζόμαστε ἐπὶ ἔτη γι᾽ αὐτὴν συμβουλεύετε, Παναγιώτατε κ. Ἄνθιμε, νὰ σεβασθοῦμε τὴν κανονικότητα; Δὲν βλέπετε τὸ δοκάρι τῆς ἀντικανονικότητας ὁλοφάνερα καρφωμένο στοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ ἄλλων, κατὰ τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ Κυρίου: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;»[20]. Γνωρίζετε πόσος θεολογικὸς κόπος καὶ συγγραφικὸς ζῆλος ἔχουν καταβληθῆ ἐπὶ μακροὺς χρόνους γιὰ τὸ μεταθετὸ τῶν ἐπισκόπων, τὸ ὁποῖο οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν, καὶ ὅτι ἡ μετάθεση ἐπισκόπου ἀπὸ μικρότερη καὶ πτωχότερη σὲ μεγαλύτερη καὶ πλουσιώτερη ἐπαρχία θεωρεῖται πνευματικὴ μοιχεία, οἱ δὲ τοῦτο πράττοντες ἐπίσκοποι χαρακτηρίζονται ὡς «μοιχεπιβάτες», διότι ἐγκαταλείπουν τὴν νόμιμη σύζυγο-ἐπαρχία, τὴν ὁποία ἐνυμφεύθησαν μὲ ἀδιάλυτο γάμο, ἀφήνουν ὀρφανὰ τὰ πνευματικὰ τέκνα ποὺ ἐγέννησαν, γιὰ νὰ νυμφευθοῦν νέα γυναίκα, πλουσιώτερη καὶ ὀμορφότερη. Γνωρίζω τὶς οἰκονομίες καὶ τὶς ἐξαιρέσεις τῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν καταργοῦν τὴν ἀκρίβεια, καὶ συνήθως χρησιμοποιοῦνται οἱ πνευματικοὶ λόγοι, ὡς πρόφαση γιὰ ἄλλες ἐπιδιώξεις. Ἐσεῖς ἀφήσατε τὴν μικρὴ Ἀλεξανδρούπολη καὶ ἤλθατε στὴν μεγαλόπολη Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ ὠφελήσετε πνευματικὰ περισσότερο τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ὅπως «κατ᾽ οἰκονομίαν» ἐπιτρέπει ὁ ΙΔ´ Κανὼν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ ὑπερδεκαετὴς πάντως ποιμαντορία σας ἐδῶ μὲ τὰ φιλοοικουμενιστικὰ χαρακτηριστικά της δὲν ἐδικαίωσε τὴν «οἰκονομία» τῆς μεταθέσεώς σας.


(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment